- σαλπιγγώτη
σαλπιγγώτη, ἡ, eine Art Leuchter, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλπιγγώτη, ἡ, eine Art Leuchter, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλπιγγωτός — ή, όν, Α κατασκευασμένος σε σχήμα σάλπιγγας («σαλπιγγωτὴ λυχνία», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλπιγξ, ιγγος + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek