- σκνῑπαῖος
σκνῑπαῖος, dunkel, finster, ὁδίτης, ein in Dunkeln, in der Dämmerung gehender Wanderer, Theocr. 16, 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκνῑπαῖος, dunkel, finster, ὁδίτης, ein in Dunkeln, in der Dämmerung gehender Wanderer, Theocr. 16, 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκνιπαίος — και δ. αν. σκνιφαῑος, αία, ον, Α σκοτεινός, αυτός που βρίσκεται ή περιπλανάται μέσα στο σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνιπός / σκνιφός + κατάλ. αῖος, πιθ. και κατ επίδραση τού κνεφ αῖος, από όπου και η σημ. τής λ. (βλ. και λ. κνίψ)] … Dictionary of Greek
σκνιπαῖον — σκνῑπαῖον , σκνιπαῖος masc acc sg σκνῑπαῖον , σκνιπαῖος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκνιφαίος — αία, ον, Α βλ. σκνιπαῑος … Dictionary of Greek