σκνῑφός

σκνῑφός

σκνῑφός, dunkel, finster, trüb, dämmerig; dad. auch vom trüben, blöden Gesicht, undeutlich, wie im Dämmerlicht sehend; s. σκνιπός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκνίφος — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ σκότος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνιφός / σκνιφαῖος «σκοτεινός» (βλ. λ. κνίψ)] …   Dictionary of Greek

  • σκνιφός — ή, όν, Α βλ. σκνιπός …   Dictionary of Greek

  • σκνιφεύομαι — Μ [σκνιφός] είμαι σκνιφός*, φιλάργυρος …   Dictionary of Greek

  • κίμβιξ — κίμβιξ, ικος, ὁ (Α) 1. φιλάργυρος, τσιγγούνης 2. αυτός που ενδιαφέρεται για μηδαμινά πράγματα, ο μικρολόγος 3. μτφ. (για συγγραφέα) αυτός που αρέσκεται σε ασήμαντες λεπτομέρειες, ο λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής αρχ. καθημερινής ομιλίας,… …   Dictionary of Greek

  • σκιφός — και σκιπός, ή, όν, Α 1. φειδωλός 2. (κατά τον Ησύχ.) «σκιφός, ὁ μικρολόγος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σκνιπός / σκνιφός] …   Dictionary of Greek

  • σκνιπαίος — και δ. αν. σκνιφαῑος, αία, ον, Α σκοτεινός, αυτός που βρίσκεται ή περιπλανάται μέσα στο σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνιπός / σκνιφός + κατάλ. αῖος, πιθ. και κατ επίδραση τού κνεφ αῖος, από όπου και η σημ. τής λ. (βλ. και λ. κνίψ)] …   Dictionary of Greek

  • σκνιπός — και σκνιφός, ή, όν, Α 1. τσιγγούνης, φιλάργυρος 2. αυτός που έχει ασθενική όραση, μύωπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνίψ, σκνιπός «σκνίπα» (πρβλ. κνιπός: κνίψ). Για τις μτφ. χρήσεις τών τ. βλ. λ. κνίψ] …   Dictionary of Greek

  • σκνιπότης — και σκνιφότης, ητος, ἡ, Α φιλαργυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνιπός / σκνιφός με σημ. «φιλάργυρος» (βλ. λ. σκνιπός και κνίψ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”