σκνῑπότης, ητος, ἡ, Knickerei, Filzigkeit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκνιπότης — και σκνιφότης, ητος, ἡ, Α φιλαργυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνιπός / σκνιφός με σημ. «φιλάργυρος» (βλ. λ. σκνιπός και κνίψ)] … Dictionary of Greek
σκνιφότης — ητος, ἡ, Α βλ. σκνιπότης … Dictionary of Greek