- σκίναξ
σκίναξ, ακος, rührig, gewandt, behend, flink, schnell, bes. vom Haasen, für den es auch als, subst. steht, Nic. Al. 67 Th. 577.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκίναξ, ακος, rührig, gewandt, behend, flink, schnell, bes. vom Haasen, für den es auch als, subst. steht, Nic. Al. 67 Th. 577.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκίναξ — ακος, ὁ, ἡ, Α 1. ταχύς, ευκίνητος, εύστροφος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σκίναξ ο λαγός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με την οικογένεια τού κινῶ* (πρβλ. κίνδαξ) και εμφανίζει προθετικό σ (πρβλ. σκίδναμαι: κίδναμαι] … Dictionary of Greek
σκίνακες — σκίναξ quick masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίνακος — σκίναξ quick masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)