σκίαινα

σκίαινα

σκίαινα, , ein Meerfisch, lat. umbra, Ath. VII, 322 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκίαινα — Corvina nigra fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκίαινα — η, ΝΑ, και σκιαινίς και δ. αν. σκινίς, ίδος, Α νεοελλ. γένος περκόμορφων ιχθύων τής οικογένειας σκιαινίδες και λόγια ονομασία ψαριών που είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες μυλοκόπι, κρανιός και καλιακούδα ή σικιός αρχ. είδος θαλάσσιου ψαριού… …   Dictionary of Greek

  • σκιαίνας — σκιαίνᾱς , σκίαινα Corvina nigra fem acc pl σκιαίνᾱς , σκίαινα Corvina nigra fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιαίνης — σκίαινα Corvina nigra fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιαίνῃ — σκίαινα Corvina nigra fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκίαιναι — σκίαινα Corvina nigra fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκίαιναν — σκίαινα Corvina nigra fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιαινίδες — (Sciaenidae). Οικογένεια ακανθο πτερύγιων ψαριών που ζουν στις ακτές των θερμών και μερικές φορές των εύκρατων θαλασσών. Η οικογένεια αριθμεί περισσότερα από 100 είδη, από τα οποία, τα πιο πολλά, ψαρεύονται για το νόστιμο κρέας τους.… …   Dictionary of Greek

  • αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… …   Dictionary of Greek

  • σκιαθίς — ίδος, ἡ, Α πιθ. η σκίαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με τη λ. σκίαινα* «είδος ψαριού» δεν φαίνεται πιθανή. Ο τ., τέλος, λόγω της μορφής του έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το όνομα τής νήσου Σκιάθου] …   Dictionary of Greek

  • δάσκιλλος — ο (Α δάσκιλλος) γένος ακανθοπτερύγιων ψαριών νεοελλ. κολεόπτερο έντομο τών εύκρατων και ημιτροπικών χωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης ονομασία ψαριού με πιθανό αναδιπλασιασμό τού λ , που συνδέεται μάλλον με το δάσκιος* «σκιερός». Πρόκειται ίσως για ψάρι με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”