σκίνδαρος

σκίνδαρος

σκίνδαρος, , s. σκινϑαρίζω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκίνδαρος — an indecent gesture masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκίνδαρος — ὁ, Α 1. άσεμνη χειρονομία 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐπανάστασις νυκτὸς ἀφροδισίων ἕνεκα». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκινδακίσαι] …   Dictionary of Greek

  • σκίνδαροι — σκίνδαρος an indecent gesture masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκίνδαρον — σκίνδαρος an indecent gesture masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκινδάρ(ε)ιος — Α [σκίνδαρος] (κατά τον Ησύχ.) «ὄρχησις οὕτω καλουμένη» …   Dictionary of Greek

  • σκινδακίσαι — και κατά τον Φώτ. σκινδαρίσαι ΜΑ «τὸ νύκτωρ ἐπαναστῆναί τινι ἀσελγῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράγωγο ενός κύριου ονόματος Σκίνδαξ, που μαρτυρείται στην Αμφίπολη, παράλληλου τ. τού προσηγορικού κίνδαξ «ευκίνητος, γρήγορος» με αρκτικό σ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σκινδαρεύομαι — Α [σκίνδαρος] (κατά τον Ησύχ.) «δακτυλίζομαι, σκιμαλίζομαι» …   Dictionary of Greek

  • σκινθίζομαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «λακτίζομαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. σκίνδαρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”