- σκέπασμα
σκέπασμα, τό, = σκέπη, σκέπας, im plur., Plat. Polit. 279 d Legg. XII, 942 d, Arist. pol. 7, 17 u. Sp..
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκέπασμα, τό, = σκέπη, σκέπας, im plur., Plat. Polit. 279 d Legg. XII, 942 d, Arist. pol. 7, 17 u. Sp..
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκέπασμα — a covering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέπασμα — το, ΝΜΑ [σκεπάζω] αυτό με το οποίο σκεπάζεται, καλύπτεται κάτι, κάλυμμα (α. «σκέπασμα τού πιθαριού» β. «σκέπασμα τού πηγαδιού» γ. «τὸ φύλλον περικαρπίου σκέπασμα», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκεπάζω, κάλυψη 2.… … Dictionary of Greek
σκέπασμα — το 1. κάλυψη: Άρχισε το σκέπασμα του σπιτιού. 2. κάλυμμα: Του έριξε πολλά σκεπάσματα για να ζεσταθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκεπασμάτων — σκέπασμα a covering neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπάσμασι — σκέπασμα a covering neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπάσμασιν — σκέπασμα a covering neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπάσματα — σκέπασμα a covering neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπάσματι — σκέπασμα a covering neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπάσματος — σκέπασμα a covering neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλυμμα — το (AM κάλυμμα) [καλύπτω] 1. σκέπασμα («κάλυμμα κρεβατιού, επίπλου» κ.λπ.) 2. σκέπασμα τού κεφαλιού, καπέλο, σκούφος 3. καθετί που περιβάλλει ή καλύπτει κάτι σαν σκέπασμα («το βαρύ κάλυμμα αθλίας νυκτός», Κάλβ.) νεοελλ. 1. (οικον.) το απόθεμα σε… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek