σκέπινος

σκέπινος

σκέπινος, ὁ, = σκέπανος; Ath. VII, 322 e; auch ἀτταγεινός genannt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκέπινος — ὁ, Α βλ. σκέπανος …   Dictionary of Greek

  • σκεπινός — ή, όν, Α βλ. σκεπεινός …   Dictionary of Greek

  • σκέπανος — και σκέπινος, ὁ, Α είδος ψαριού, πιθανώς ο θύννος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει την ίδια σημ. με τον τ. κόπανος «είδος ψαριού της οικογένειας τού θύννου» και επομένως μπορεί να αναχθεί στη ρίζα… …   Dictionary of Greek

  • σκεπεινός — και σκεπηνός και σκεπινός, ή, όν, Α σκεπανός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπω ή σκέπας, κατά τα αἰπεινός, σκοτεινός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”