- σκέπασις
σκέπασις, ἡ, Bedeckung, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκέπασις, ἡ, Bedeckung, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκέπασις — protection fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέπασις — άσεως, ἡ, Α [σκεπάζω] προφύλαξη, προστασία («καὶ σκέπασις Θεοῡ ἀρχήν», ΠΔ) … Dictionary of Greek
σκεπάσει — σκέπασις protection fem nom/voc/acc dual (attic epic) σκεπάσεϊ , σκέπασις protection fem dat sg (epic) σκέπασις protection fem dat sg (attic ionic) σκεπά̱σει , σκεπάω cover aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) σκεπά̱σει , σκεπάω cover fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπάσεις — σκέπασις protection fem nom/voc pl (attic epic) σκέπασις protection fem nom/acc pl (attic) σκεπά̱σεις , σκεπάω cover aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic) σκεπά̱σεις , σκεπάω cover fut ind act 2nd sg (doric aeolic) σκεπάζω cover aor subj act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԾԱԾԿՈՅԹ — (կութի, ից.) NBH 1 1000 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c գ. ἁποκρυφή, ἁποκρυφηδόν, σκέπασις, σκέπασμα, σκηνή absconsio, obumbratio, operimentum. Ի վերացելն՝ Ծածկութիւն. ծածկումն. պատումն. հուանաւորութիւն. եւ Գաղանիք. *Եդ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
σκεπάσῃ — σκεπάσηι , σκέπασις protection fem dat sg (epic) σκεπά̱σῃ , σκεπάω cover aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) σκεπά̱σῃ , σκεπάω cover aor subj act 3rd sg (doric aeolic) σκεπά̱σῃ , σκεπάω cover fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) σκεπάζω cover aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)