σκέπαστρον

σκέπαστρον

σκέπαστρον, τό, Decke, Hülle, LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκέπαστρον — veil neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέπαστρο — το / σκέπαστρον, ΝΑ σκεπαστήριο, σκέπασμα νεοελλ. 1. κατασκεύασμα που χρησιμεύει για κάλυψη, απόκρυψη ή προφύλαξη 2. στρ. οχυρωματικό έργο που προφυλάσσει τους σταθμούς διοίκησης, τους μαχητές, τα πυροβόλα, τα πυρομαχικά, τα οχήματα από τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”