- σκολοπένδρειος
σκολοπένδρειος, vom Tausendfuße, in seiner Art, Nic. Ther. 684.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκολοπένδρειος, vom Tausendfuße, in seiner Art, Nic. Ther. 684.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκολοπένδρειος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολοπένδρειος — εία, ον, θηλ. και ος, Α [σκολόπενδρα] 1. πιθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκολόπενδρα 2. αυτός που μοιάζει με σκολόπενδρα … Dictionary of Greek
σκολοπενδρείοιο — σκολοπένδρειος of masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)