- σκολοπηΐς
σκολοπηΐς, ίδος, ἡ, μοῖρα, das Schicksal eines Gespießten, Maneth. 4, 198.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκολοπηΐς, ίδος, ἡ, μοῖρα, das Schicksal eines Gespießten, Maneth. 4, 198.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκολοπηΐς — ίδος, ἡ, Α (κυρίως στη φρ.) «σκολοπηΐς μοῑρα» θάνατος με ανασκολοπισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόλοψ, οπος «πάσσαλος, παλούκι» + κατάλ. ηΐς (πρβλ. ζεφυρ ηΐς)] … Dictionary of Greek