- σκολοπένδριον
σκολοπένδριον, τό, ein Kraut, dem die vielen Einschnitte auf beiden Seiten u. die daran sitzenden, Füßen ähnlichen Fasern Aehnlichkeit mit der Gestalt der σκολόπενδρα geben; sonst ἄσπληνον; Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκολοπένδριον, τό, ein Kraut, dem die vielen Einschnitte auf beiden Seiten u. die daran sitzenden, Füßen ähnlichen Fasern Aehnlichkeit mit der Gestalt der σκολόπενδρα geben; sonst ἄσπληνον; Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκολοπένδριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολοπενδρίου — σκολοπένδριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολοπενδρίῳ — σκολοπένδριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιόνιον — ἡμιόνιον, τὸ (Α) [ημίονος) 1. είδος φυτού που λέγεται και άσπληνον και σκολοπένδριον, τροφή αγαπητή στους ημιόνους 2. (υποκορ. τού ημίονος) μικρός ημίονος, μουλαράκι 3. (κατά τον Ησύχ.) είδος πτηνού … Dictionary of Greek
σκολοπένδριο — το / σκολοπένδριον, ΝΑ [σκολόπενδρα] γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, πτεριδοφύτων που ανήκει στην οικογένεια πολυποδιίδες τής τάξης πολυποδιώδη τής κλάσης πολυποδιόψιδα, με 10 περίπου είδη φτέρης, και το οποίο κατά την… … Dictionary of Greek