- σιλφιο-πώλης
σιλφιο-πώλης, ὁ, der Silphion Verkaufende, Poll. 7, 197.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιλφιο-πώλης, ὁ, der Silphion Verkaufende, Poll. 7, 197.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιλφιοπώλης — ὁ, Α αυτός που πουλάει σίλφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλφιον «είδος φυτού» + πώλης*] … Dictionary of Greek