- σιλφιόεις
σιλφιόεις, εσσα, εν, von Silphion, Nic. Al. 328.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιλφιόεις, εσσα, εν, von Silphion, Nic. Al. 328.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιλφιόεις — εσσα, εν, Α παρασκευασμένος από σίλφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλφιον «είδος φυτού» + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
σιλφιόεσσαν — σιλφιόεις of silphium fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)