- σιλφιο-φόρος
σιλφιο-φόρος, Silphion tragend, Strab. 2, 5, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιλφιο-φόρος, Silphion tragend, Strab. 2, 5, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιλφιοφόρος — ον, Α (για τόπο) αυτός που παράγει σίλφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλφιον «είδος φυτού» + φόρος*] … Dictionary of Greek