σκορδύλος

σκορδύλος

σκορδύλος, ὁ, = κόρδυλος, eine Sumpf- oder Wassereidechse, der Wassermolch, Arist. H. A. 1, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κόρδυλος — ο (Α κορδύλος) νεοελλ. γένος σαυρών τής οικογένειας cordylidae αρχ. πιθ. είδος μικρής αμφίβιας σαύρας, ο σκορδύλος («οἱ δὲ κορδύλοι βράγχια ἔχοντες πόδας ἔχουσιν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κορδύλη, από το λοφίο που το αρσ. έχει στο κεφάλι του. Ως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”