σκορδύλη

σκορδύλη

σκορδύλη, ἡ, = κορδύλη; Arist. H. A. 6, 17; vgl. Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκορδύλη — a young tunny fish fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορδύλη — ἡ, Α είδος ψαριού, η κορδύλη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού κορδύλη (βλ. λ)] …   Dictionary of Greek

  • κορδύλειος — κορδύλειος, εία, ον (Α) [κορδύλη] κατασκευασμένος από το είδος τόν(ν)ου σκορδύλη* («κορδύλεια ταρίχη» αλίπαστα από το ψάρι σκορδύλη, Αθήν.) …   Dictionary of Greek

  • σκορδύλας — σκορδύλᾱς , σκορδύλη a young tunny fish fem acc pl σκορδύλᾱς , σκορδύλη a young tunny fish fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορδύλη — και κορδύλα και κορύδυλις, ἡ (Α) 1. ρόπαλο, κορύνη 2. οίδημα, όγκωμα, πρήξιμο 3. (στους Κυπρίους) κάλυμμα τού κεφαλιού, καλύπτρα, κεφαλόδεσμος 4. είδος τού ψαριού τόν(ν)ος, σκορδύλη* («ἐπακολουθοῡντες γὰρ ταῑς ἀγέλαις τῶν ιχθύων, κορδύλης τε καὶ… …   Dictionary of Greek

  • σέριφος — Νησί των Κυκλάδων, που βρίσκεται μεταξύ Σίφνου και Κύθνου (έκταση 73,23 τ. χλμ.). Το νησί υπάγεται διοικητικά στην επαρχία Μήλου. Η οικονομία του στηρίζεται σε καλλιέργειες οπωρόδεντρων, λαχανοκηπουρικών και εσπεριδοειδών, περιορισμένης όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ψαρομήλιγγοι — Επώνυμο παλαιάς οικογένειας, που ήκμασε στην Κρήτη κατά τον Μεσαίωνα και τους επόμενους χρόνους. Ήταν κλάδος της μεγάλης βυζαντινής οικογένειας των Σκορδυλών, η οποία μαζί με άλλους ευγενείς στάλθηκε στην Κρήτη το 1092 από τον αυτοκράτορα Αλέξιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”