σκορακισμός

σκορακισμός

σκορακισμός, , das zu den Raben Jagen, überh. Beschimpfung, Verachtung, Ungnade, Plut. de tranquill. animi 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκορακισμός — contumely masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορακισμός — ὁ, Α [σκορακίζω] 1. εξύβριση, χλευασμός 2. περιφρόνηση …   Dictionary of Greek

  • σκορακισμοῦ — σκορακισμός contumely masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορακισμόν — σκορακισμός contumely masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποσκοράκιση — η κ. σκορακισμός, ο (Α ἀποσκορακισμός) νεοελλ. (για αρχαία κείμενα) η αποβολή, η απόρριψη των χωρίων που δεν θεωρούνται γνήσια, ο εξοβελισμός αρχ. πλήρης αφαίρεση, αποβολή, απόρριψη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”