- σιδηρο-βρώς
σιδηρο-βρώς, ῶτος, Eisen fressend, verzehrend, nagend, dah. Eisen schärfend, wetzend, ϑηγάνη, Soph. Ai. 807.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρο-βρώς, ῶτος, Eisen fressend, verzehrend, nagend, dah. Eisen schärfend, wetzend, ϑηγάνη, Soph. Ai. 807.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηροβρώς — ῶτος, ὁ, ἡ, θηλ. και σιδηροβρῶτις, ώτιδος, Α 1. αυτός που κατατρώγει τον σίδηρο 2. αυτός που ακονίζει τον σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. παιδο βρώς] … Dictionary of Greek