- σιδηρο ποίκιλος
σιδηρο ποίκιλος, eisenbunt, eine bunte Steinart, Plin. H. N. 37, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρο ποίκιλος, eisenbunt, eine bunte Steinart, Plin. H. N. 37, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσοποίκιλος — ον, ΜΑ χρυσοποίκιλτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ποικίλος (πρβλ. σιδηρο ποίκιλος)] … Dictionary of Greek
σιδηροποίκιλος — ὁ, Α ονομασία ποικιλόχρωμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + ποικίλος «πολύχρωμος, κατάστικτος»] … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek