σιδηρο-χίτων

σιδηρο-χίτων

σιδηρο-χίτων, ωνος, mit eisernem Leibrock, Nonn. 31, 162 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κηροχίτων — κηροχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) ο περιβεβλημένος με κηρό, κέρινος («λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο χίτων, χαλκο χίτων] …   Dictionary of Greek

  • κισσοχίτων — κισσοχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) ντυμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + χίτων (< χιτών, πρβλ. σιδηρο χίτων, χαλκο χίτων] …   Dictionary of Greek

  • λινοχίτων — λινοχίτων, ωνος, ὁ (Α) αυτός που φορά λινό χιτώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο χίτων, χαλκο χίτων] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φορεί χάλκινη στολή («Τρώων... χαλκοχιτώνων», Ομ. Ιλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο χίτων, χρυσο χίτων] …   Dictionary of Greek

  • σιδηροχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που φοράει σιδερένιο χιτώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + χίτων (< χιτών, ῶνος), πρβλ. χαλκο χίτων] …   Dictionary of Greek

  • τοξοχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, Α οπλισμένος με τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο χίτων] …   Dictionary of Greek

  • φιλοχίτων — ωνος, ό Μ αυτός που τού αρέσει να φορά χιτώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + χιτών, ῶνος (πρβλ. λινο χίτων, σιδηρο χίτων)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ 1. αυτός που φορεί χρυσό χιτώνα («Λυδοὶ χρυσοχίτωνες», Πίνδ.) 2. μτφ. αυτός που έχει επιφάνεια η οποία χρυσίζει (α. «πέρκην... χρυσοχίτων ἐλάην», Φίλιππ. Θεσσ. β. «χρυσοχίτων αἴθουσα», Παύλ. Σιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + χίτων… …   Dictionary of Greek

  • οινοχίτων — οἰνοχίτων, ωνος, ὁ ἡ (Α) καλυμμένος, σκεπασμένος με κλαδιά αμπέλου («οἰνοχίτωνος ἐλαίας», Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + χιτών, ῶνος (πρβλ. σιδηρο χίτων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”