- σιδηρο-χάρμης
σιδηρο-χάρμης, ὁ, in Eisen kämpfend, Beiw. der gepanzerten Kampfrosse, Pind. P. 2, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρο-χάρμης, ὁ, in Eisen kämpfend, Beiw. der gepanzerten Kampfrosse, Pind. P. 2, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασυχάρμης — θρασυχάρμης, ὁ (Α) τολμηρός στη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + χάρμης (< χάρμα < χαίρω), πρβλ. ιππο χάρμης, σιδηρο χάρμης] … Dictionary of Greek
ιπποχάρμης — ἱπποχάρμης, δωρ. τ. ἱπποχάρμας, ὁ (Α) ιππιοχάρμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + χάρμης (< χάρμη < χαίρω), πρβλ. σιδηρο χάρμης, χαλκο χάρμης] … Dictionary of Greek
σιδηροχάρμης — ὁ, Α (για άλογα) αυτός που μάχεται φορώντας σιδερένιο θώρακα 2. πιθ. αυτός που βαδίζει καμαρωτά φορώντας σιδερένιο θώρακα 3. (κατ επέκτ.) μαχητικός, φιλοπόλεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + χάρμης (< χάρμη < χαίρω), πρβλ. χαλκο χάρμης] … Dictionary of Greek
χαλκοχάρμης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που μάχεται με χάλκινο οπλισμό («χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες», Πίνδ.) 2. (ως επίθ. τού πολέμου) αυτός κατά τον οποίο χρησιμοποιούνται κυρίως χάλκινα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + χάρμης (< χάρμη «ορμή, επιθυμία για μάχη … Dictionary of Greek