- σιδηρο-βρῑθής
σιδηρο-βρῑθής, ές, schwer von Eisen, eisenbelastet, von eiserner Wucht, ξύλον, Eur. Mel. frg. 4 bei Ar. Ran. 1398.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρο-βρῑθής, ές, schwer von Eisen, eisenbelastet, von eiserner Wucht, ξύλον, Eur. Mel. frg. 4 bei Ar. Ran. 1398.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευβριθής — εὐβριθής, ές (Α) αυτός που έχει καλά νήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βριθής (< βρίθος), πρβλ. α βριθής, σιδηρο βριθής] … Dictionary of Greek
λιποβριθής — ές γεμάτος λίπη, λιπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίπος + βριθής (< βρίθω «φουσκώνω, γεμίζω»), πρβλ. σιδηρο βριθής, υπερ βριθής] … Dictionary of Greek
πυριβριθής — ές, Α αυτός που βρίθει, που είναι γεμάτος από φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βριθής (< βρῖθος < βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. σιδηρο βριθής, χθονο βριθής] … Dictionary of Greek
χαριτοβριθής — ές, Ν χαριτόβρυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. κοσμο βριθής, σιδηρο βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ραμπαγάς] … Dictionary of Greek
οπισθοβριθής — ὀπισθοβριθής, ές (Α) φορτωμένος, βαρύς στο πίσω μέρος («ὀπισθοβριθἐς ἔγχος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + βριθής (< βρῖθος «βάρος»), πρβλ. σιδηρο βριθής] … Dictionary of Greek
σαυροβριθής — ές, Α ο εφοδιασμένος με βαρύ σαυρωτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα / σαυρ ωτήρ «σιδηρά αιχμή» + βριθής (< βρίθος < βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. σιδηρο βριθής] … Dictionary of Greek
σθενοβριθής — ές, Α γεμάτος σθένος, σθεναρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σθένος + βριθής (< βρίθος, τὸ < βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. σιδηρο βριθής] … Dictionary of Greek
σιδηροβριθής — ές, Α αυτός που είναι βαρύς εξαιτίας τού σιδήρου που έχει («σιδηροβριθές τ ἔλαβε δεξιᾷ ξύλον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + βριθής (< βρίθος, τὸ < βρίθω «γεμίζω»), πρβλ. χθονο βριθής] … Dictionary of Greek
στερνοβριθής — ές, Α αυτός που έχει γερό στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. σιδηρο βριθής] … Dictionary of Greek
χθονοβριθής — ές, Α αυτός που πιέζει τη γη με το βάρος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + βριθής (< βρῖθος < βρίθω), πρβλ. σιδηρο βριθής] … Dictionary of Greek
χορτοβριθής — ές, Ν (λόγιος τ.) (για γη) γεμάτος χόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτο(ς) + βριθής (< βρίθος < βρίθω «γεμίζω»), πρβλ. σιδηρο βριθής] … Dictionary of Greek