- σιδηρό-πους
σιδηρό-πους, οδος, eisenfüßig, ἵπποι, Nonn. 29, 212.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρό-πους, οδος, eisenfüßig, ἵπποι, Nonn. 29, 212.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρόπους — ουν, Μ αυτός που έχει σιδερένια πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πους (< ποῦς, ποδός), πρβλ. χαλκό πους] … Dictionary of Greek