- σιδηρό-πλαστος
σιδηρό-πλαστος, von Eisen gebildet, aus Eisen geformt, βάσις, ein Schuh zum Martern, Luc. Ocyp. 164.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρό-πλαστος, von Eisen gebildet, aus Eisen geformt, βάσις, ein Schuh zum Martern, Luc. Ocyp. 164.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρόπλαστος — ον, Α κατασκευασμένος από σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πλαστός (< πλάσσω), πρβλ. πηλό πλαστος] … Dictionary of Greek
κηρόπλαστος — η, ο (Α κηρόπλαστος, ον) ο κατασκευασμένος, ο πλασμένος από κερί, κέρινος, κερένιος («μελίσσης κηρόπλαστον ὄργανον», Σοφ.) αρχ. 1. (για κορίτσι) όμορφη σαν κερένια κούκλα («ξανθώ, κηρόπλαστε, μυρόχροε», Ανθ. Παλ.) 2. κηρόδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ισόπλαστος — ἰσόπλαστος, ον (Α) ίσος, όμοιος, όμοια πλασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. ιδιό πλαστος, σιδηρό πλαστος] … Dictionary of Greek