- σιδηρό-πτερος
σιδηρό-πτερος, mit eisernen Flügeln, Federn, Schol. Ap. Rh. 2, 1092.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρό-πτερος, mit eisernen Flügeln, Federn, Schol. Ap. Rh. 2, 1092.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρίπτερος — ον, Μ αυτός που έχει πύρινες φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πτερος (< πτερόν), πρβλ. λινό πτερος, σιδηρό πτερος] … Dictionary of Greek
σιδηρόπτερος — ον, Α (για πτηνό) αυτός που έχει σιδερένιες φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. χρυσό πτερος] … Dictionary of Greek