- σινδόνη
σινδόνη, ἡ, = σινδών, seine indische Leinwand, Kleid od. Tuch davon, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σινδόνη, ἡ, = σινδών, seine indische Leinwand, Kleid od. Tuch davon, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σινδόνη — η, ΝΜΑ λεπτό ύφασμα, σεντόνι, σάβανο («η σινδόνη τού Χριστού») αρχ. λεπτό ύφασμα, σινδόνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινδών, όνος «λεπτό ύφασμα», κατά τα θηλ. σε η] … Dictionary of Greek
σινδόναις — σινδόνη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σινδόνην — σινδόνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σινδόνης — σινδόνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σινδόνα — σινδόνᾱ , σινδόνη fem nom/voc/acc dual σινδόνᾱ , σινδόνη fem nom/voc sg (doric aeolic) σινδών fine cloth fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σινδόνας — σινδόνᾱς , σινδόνη fem acc pl σινδόνᾱς , σινδόνη fem gen sg (doric aeolic) σινδών fine cloth fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Серапион Синдонит — Σεραπίων ο Σινδωνίτης Рождение: IV век Египет Смерть: 356 год(0356) … Википедия
σινδονίτης — ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. σινδονίτας, Α κατασκευασμένος από σινδόνη (α. «σινδονίτης τελαμών», Πολύδ. β. «σινδονίτης χιτών», Φώτ.) αρχ. 1. ντυμένος με ενδύματα από σινδόνα, από λεπτό ινδικό ύφασμα 2. ιμάτιο, ένδυμα από σινδόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινδών, όνος … Dictionary of Greek
σινδόνιος — ον, Α [σινδών, όνος] καμωμένος από σινδόνη («ῥάκος δὲ σινδόνιόν τι περὶ τῇ κεφαλῇ», Στράβ.) … Dictionary of Greek
ՍՆԴՈՆ — ( ) NBH 2 0725 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 12c գ. ՍՍՆԴՈՆ որ գրի եւ ՍՆԴՈՒՆ, սՆԴՈՒ, ՍՆՏՈՒ, ՍԻՆԴՈՆ, ՍԻԴՈՆ. Բառ յն. սինտօն, սինտօնի . σινδών, σινδόνη sindon, tela tyria, linteum, corporale. Սաւան կտաւի յերկրէն սիդոնի եւ տիւրոսի. բարակ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
σινδόν' — σινδόνᾱͅ , σινδόνη fem dat sg (doric aeolic) σινδόνα , σινδών fine cloth fem acc sg σινδόνι , σινδών fine cloth fem dat sg σινδόνε , σινδών fine cloth fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)