σινδόνιον

σινδόνιον

σινδόνιον, τό, D. Cass. 79, 13, = Folgdm.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σινδόνιον — curtain neut nom/voc/acc sg σινδόνιος of masc/fem acc sg σινδόνιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σινδόνιον — τὸ, ΜΑ βλ. σεντόνι …   Dictionary of Greek

  • σινδονίου — σινδόνιον curtain neut gen sg σινδόνιος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σινδονίων — σινδόνιον curtain neut gen pl σινδόνιος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σινδονίῳ — σινδόνιον curtain neut dat sg σινδόνιος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σινδόνια — σινδόνιον curtain neut nom/voc/acc pl σινδόνιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεντονιάζω — / σινδονιάζω, ΝΑ [σεντόνι / σινδόνιον] νεοελλ. ράβω σεντόνι πάνω σε πάπλωμα ή σε άλλο κλινοσκέπασμα αρχ. καλύπτω, περιβάλλω με σινδόνιον, με λεπτό λευκό ύφασμα …   Dictionary of Greek

  • TUFA — apud Bedam, Hist. Angl. l. 2. c. 16. Nec non et incedente illô (Edwino Rege) ubilibet per plateas, illud penus vexilli, quod Romani rufam, Angli appellant Tuuf, ante eumferrisolebat: vexilli genus est, ex consertis plumarum globis, Carolo du… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σεντόνι — το / σινδόνιον, ΝΜΑ, και σιντόνι Ν, και σινδώνιον Α νεοελλ. 1. λεπτό, λευκό ή χρωματιστό ύφασμα μεγάλων διαστάσεων που τοποθετείται πάνω στο στρώμα και κάτω από το κλινοσκέπασμα 2. μτφ. α) μακροσκελές και ανιαρό άρθρο, σχόλιο ή άλλο… …   Dictionary of Greek

  • σινδονίσκη — ἡ, Α το σινδόνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινδών, όνος «λεπτό ύφασμα» + υποκορ. κατάλ. ίσκη (πρβλ. παιδ ίσκη)] …   Dictionary of Greek

  • σινδόνη — η, ΝΜΑ λεπτό ύφασμα, σεντόνι, σάβανο («η σινδόνη τού Χριστού») αρχ. λεπτό ύφασμα, σινδόνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινδών, όνος «λεπτό ύφασμα», κατά τα θηλ. σε η] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”