σιδιωτόν, τό, eine von oder mit σίδιον bereitete Arznei, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδιωτόν — τὸ, ΜΑ φάρμακο παρασκευαζόμενο από σίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίδιον «φλοιός τού ροδιού» + κατάλ. ωτός (πρβλ. ὀδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
σιδιωτῷ — σιδιωτόν medicine prepared from neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)