- σκιάδιον
σκιάδιον, τό, = σκιάδειον, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιάδιον, τό, = σκιάδειον, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιάδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαδίοις — σκιάδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαδίου — σκιάδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαδίων — σκιάδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιάδια — σκιάδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιάδιο — το / σκιάδιον, ΝΜΑ, και σκιάδι Ν, και σκιάδειον ΜΑ [σκιά / σκιάς, άδος] 1. ομπρέλα, αλεξήλιο 2. πλατύγυρο καπέλο 3. βοτ. είδος βοτρυώδους ταξιανθίας νεοελλ. ζωολ. διαφανής ζελατινώδης δίσκος ή ομπρέλα, που αποτελεί το αποστρογγυλωμένο μέρος τού… … Dictionary of Greek
UMBELLA — dicta ab umbra, quam facit, Graecis σκιάδιον, caput velut caelum quoddam, tegit; feminis hodieque nobilioribus in usu, inprimis in Italia. Eius meminit Martialis, l. 14. Epigr. 28. cuilemma, Umbella: Accipe quae nimios vincant umbracula Soles,… … Hofmann J. Lexicon universale
UMBRACULUM — Graece Σκιάδιον, pro Umbella. Ovid. Fastor. l. 3. v. 311. Aurea pellebant rapidos Umbracula Soles, Quae tamen Herculeae sustinuêre manus. Ubi Neapolitanusdocet, e pellibus aliaque qualibet materia divite, fieri consuevisse. Vide supra in voce… … Hofmann J. Lexicon universale
ομπρέλα — Αντικείμενο που χρησιμοποιείται για την προστασία του ανθρώπου από τη βροχή ή απότον ήλιο. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική umbre = σκιά, ανάλογη με την ελληνική σκιάδιον). Η ο. αποτελείται από ένα υφασμάτινο κάλυμμα που στηρίζεται σε σιδερένιες … Dictionary of Greek
σκίρον — και σκίρρον και εσφ. γρφ. σκῡρον, τὸ, ΜΑ μσν. εσχάρα έλκους, κρούστα, κάκαδο αρχ. 1. ο εξωτερικός φλοιός τού τυριού 2. αποξηραμένες βρομιές, ακαθαρσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῖρος, (ὁ) «σκληρή γη» με αλλαγή γένους. Ο τ. σκῦρον είναι εσφ. γρφ., πιθ. κατ … Dictionary of Greek
σκιαδανθή — και σκιαδιανθή, τα, Ν βοτ. άλλη ονομασία τών κορνωδών, τάξης αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιάδιον + άνθος] … Dictionary of Greek