- σκιά-θηρον
σκιά-θηρον, τό, auch σκιάϑηρον ὄργανον, = σκιαϑήρας; auch σκιόϑηρον geschrieben, wie Plut. Marcell. 19; D. L. 2, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιά-θηρον, τό, auch σκιάϑηρον ὄργανον, = σκιαϑήρας; auch σκιόϑηρον geschrieben, wie Plut. Marcell. 19; D. L. 2, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιόθηρον — και σκιάθηρον, τὸ, Α σκιοθήρης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + θηρον (< θήρα)] … Dictionary of Greek