σκιάδειον

σκιάδειον

σκιάδειον, τό, od. σκιάδιον, ein jedes Schattendach, Kuppel, Zelt, Laubdach, Laube, Alles was Schatten giebt; bes. ein Sonnenschirm, der sich zusammenlegen ließ, τὰ δ' ὦτα γάρ σου νὴ Δί' ἐξεπετάννυτο ὥςπερ σκιάδειον καὶ πάλιν ξυνήγετο, Ar. Equ. 1344, wo der Schol. zu vergleichen, der es den Frauen zueignet; καϑήμενος ὑπὸ σκιαδείῳ, Phereer. bei Ath. XIII, 612 a; vgl. Poll. 7, 174. 10, 127.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκιάδειον — sunshade neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιάδειον — τὸ, ΜΑ βλ. σκιάδιο …   Dictionary of Greek

  • σκιαδείοις — σκιάδειον sunshade neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιαδείων — σκιάδειον sunshade neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιαδείῳ — σκιάδειον sunshade neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιάδεια — σκιάδειον sunshade neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

  • ЗОНТИК —     I.    • Σκιάδειον,          который при выходе аттических женщин носили сзади рабыни, а при торжественных шествиях дочери метэков. Наподобие наших зонтиков, он был снабжен подвижными прутьями для раскрывания. В виде исключения только носили… …   Реальный словарь классических древностей

  • ЗОНТИК —     I.    • Σκιάδειον,          который при выходе аттических женщин носили сзади рабыни, а при торжественных шествиях дочери метэков. Наподобие наших зонтиков, он был снабжен подвижными прутьями для раскрывания. В виде исключения только носили… …   Реальный словарь классических древностей

  • Σκιάποδες — οἱ, Α 1. μυθικός λαός τής Λιβύης ή τής Αιθιοπίας ή τής Ινδίας, που, σύμφωνα με την παράδοση, έλαβε την ονομασία αυτή, επειδή οι κάτοικοι είχαν τόσο τεράστια πέλματα, ώστε τούς χρησίμευαν και ως σκιάδια, ως καλύμματα τής κεφαλής 2. (κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”