σιελίζω

σιελίζω

σιελίζω, ion. = σιαλίζω, Hippocr.; eben so σιελισμός, σιελιστήριον, σίελον, σιελοποιός u. σίελος, = σιαλισμός, σιαλιστήριον, σίαλον, σιαλοποιός u. σίαλος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σιελίζω — ΝΑ βλ. σιαλίζω …   Dictionary of Greek

  • ενσιελίζω — ἐνσιελίζω (Α) [σιελίζω] φτύνω μέσα σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • κατασιελίζω — (Α) γεμίζω με σάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σιελίζω «βγάζω σάλιο»] …   Dictionary of Greek

  • προσσιελίζω — και προσσιαλίζω Α φτύνω κάποιον, προσπτύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σιελίζω / σιαλίζω «βγάζω σάλιο»] …   Dictionary of Greek

  • σιαλίζω — και σιελίζω ΝΑ [σίαλον / σίελον] εκκρίνω σάλιο νεοελλ. 1. (μτβ.) επαλείφω ή βρέχω κάτι με σάλιο, σαλιώνω 2. μτφ. σαλιαρίζω …   Dictionary of Greek

  • σιαλισμός — και σιελισμός, ο, ΝΑ [σιαλίζω / σιελίζω] η έκκριση σάλιου νεοελλ. ιατρ. η σιαλόρροια …   Dictionary of Greek

  • σιαλιστήριον — ή σιελιστήριον, τὸ, Μ το τμήμα τού χαλινού από όπου πέφτει το σάλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιαλίζω / σιελίζω «εκκρίνω σάλιο» + επίθημα τήριον (πρβλ. δικασ τήριον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”