- σκελίσκος
σκελίσκος, ὁ, dim. von σκέλος, Schenkelchen, Ar. Eccl. 1203.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκελίσκος, ὁ, dim. von σκέλος, Schenkelchen, Ar. Eccl. 1203.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκελίσκος — ὁ, Α (υποκορ. τ.) μικρό σκέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
σκελίσκοιν — σκελίσκος masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελίσκον — σκελίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ … Dictionary of Greek