- σκελίζω
σκελίζω, einhergehen, laufen; τοὺς πόδας, in die Höhe heben oder unterschlagen, S. Emp. adv. gramm. 150, LXX. Vgl. ὑποσκελίζω. – Auch für σκελλίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκελίζω, einhergehen, laufen; τοὺς πόδας, in die Höhe heben oder unterschlagen, S. Emp. adv. gramm. 150, LXX. Vgl. ὑποσκελίζω. – Auch für σκελλίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκελίζω — ΜΑ [σκέλος] 1. ρίχνω κάτω ή υποσκελίζω 2. ξεριζώνω («ἐγὼ σκελίζω τοὺς κατοικοῡντας τὴν γῆν ταύτην ἐν θλίψει», ΠΔ.) … Dictionary of Greek
περισκελίζω — ΜΑ μσν. περιστρέφομαι, μπερδεύομαι στα πόδια κάποιου αρχ. υποσκελίζω, καταβάλλω, επιβουλεύομαι («δαίμονες περισκελίζοντες τὴν ψυχήν», Μακάρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκελίζω (< σκέλος), πρβλ. υπο σκελίζω] … Dictionary of Greek
διεσκελισμένον — διά σκελίζω Fr.inc. perf part mp masc acc sg διά σκελίζω Fr.inc. perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκελίζω — κατά σκελίζω Fr.inc. pres subj act 1st sg κατά σκελίζω Fr.inc. pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκελίζω — ἀπό σκελίζω Fr.inc. pres subj act 1st sg ἀπό σκελίζω Fr.inc. pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκελίσαι — ἀπό σκελίζω Fr.inc. aor inf act ἀποσκελίσαῑ , ἀπό σκελίζω Fr.inc. aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανασκελίζω — 1. ρίχνω κάποιον κάτω τανάσκελα 2. διασκελίζω, δρασκελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανασκελίζω < ανάσκελα, με την πρώτη σημασία και ανασκελίζω < ανα * + σκελίζω «υποσκελίζω, ρίχνω κάτω» < σκέλος, με τη δεύτερη σημασία] … Dictionary of Greek
καθυποσκελίζω — (Α) επιτατ. τού υποσκελίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο σκελίζω] … Dictionary of Greek
σκέλισις — ίσεως, ἡ, Μ [σκελίζω] μτφ. (σχετικά με αμαρτία) πτώση … Dictionary of Greek
σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ … Dictionary of Greek
σκελισμός — ὁ, ΜΑ [σκελίζω] 1. υποσκελισμός, πεδίκλωμα 2. ενέδρα, δόλος 3. επιβουλή … Dictionary of Greek