σικύδιον, τό, dim. von σικύα u. σίκυος, Ath. III, 73 e aus Phryn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σικύδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σικύδιον — (I) τὸ, Α [σικύα] υποκορ. τού σικύα. (II) τὸ, Α [σίκυος] υποκορ. τού σίκυος … Dictionary of Greek
σικυδίων — σικύδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)