- σκεύασμα
σκεύασμα, τό, das Zubereitete. Auch = σκευασία, Schol. Ar. Lys. 664.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκεύασμα, τό, das Zubereitete. Auch = σκευασία, Schol. Ar. Lys. 664.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκεύασμα — preparation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεύασμα — ατος, το ΝΑ [σκευάζω] σύνθεμα φαρμακευτικών ουσιών που χρησιμοποιείται στη θεραπευτική νεοελλ. φρ. «βιταμινούχο σκεύασμα» σκεύασμα που περιέχει βιταμίνες μσν. ιατρική συνταγή αρχ. 1. παρασκευή, ετοιμασία φαγητού 2. στον πληθ. τὰ σκευάσματα… … Dictionary of Greek
σκεύασμα — το παρασκεύασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκευασμάτων — σκεύασμα preparation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευάσμασιν — σκεύασμα preparation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευάσματα — σκεύασμα preparation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευάσματι — σκεύασμα preparation neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευάσματος — σκεύασμα preparation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόθετο — το / ὑπόθετος, ον, ΝΜΑ [ὑποτίθημι] το ουδ. ως ουσ. το υπόθετο ιατρ. φαρμακευτικό σκεύασμα σε σχήμα κυλίνδρου, κώνου ή σφαιριδίου που προορίζεται για εισαγωγή στον οργανισμό από το απευθυσμένο, όπου διαλύεται σιγά σιγά από τη θερμοκρασία τού… … Dictionary of Greek
έμπλαστρο — Φαρμακοτεχνικό σκεύασμα το οποίο περιέχει σάπωνα μολύβδου ή λιπαρές ουσίες από κερί και ρητίνες και επιστρώνεται σε μία πλευρά υφασμάτινης ή χάρτινης ταινίας. Τα έ. προορίζονται για εξωτερική χρήση και, ανάλογα με τα συστατικά τους, χωρίζονται σε … Dictionary of Greek
αντιηλιακός — ή, ό το ουδ. ως ουσ. το αντιηλιακό σκεύασμα επαλειφόμενο στην επιδερμίδα τού σώματος για προστασία από τη βλαβερή επίδραση τών ηλιακών ακτίνων … Dictionary of Greek