- σκευάριον
σκευάριον, τό, dim. von σκεῦος und σκευή, bes. Kleidung, Ar. Pax 201 Plut. 809. 839 u. öfter; Plat. Alc. I, 113 e; übh. Möbeln, Aesch. 1, 59; Diphil. bei Poll. 10, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκευάριον, τό, dim. von σκεῦος und σκευή, bes. Kleidung, Ar. Pax 201 Plut. 809. 839 u. öfter; Plat. Alc. I, 113 e; übh. Möbeln, Aesch. 1, 59; Diphil. bei Poll. 10, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκευάριον — small vessel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευάριον — τὸ, Α 1. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκευάρια μικρά σκεύη ή αγγεία 2. αντικείμενο που χρησιμοποιείται σε παιχνίδι για τα κέρδη τών παικτών («συνέτριβον τὰ σκευάρια καὶ διέρριπτον εἰς τὴν ὀδόν», Αισχίν.) 3. μικρό ένδυμα («οἷον σκευαρίων… … Dictionary of Greek
σκευαρίοις — σκευάριον small vessel neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευαρίου — σκευάριον small vessel neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευαρίων — σκευάριον small vessel neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευάρια — σκευάριον small vessel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευρώνω — και σκεβρώνω Ν 1. κάνω κάτι στραβό, κυρτό, προκαλώ λύγισμα σε κάτι 2. συντελώ στο να γίνει κάποιος καμπούρης, κυρτός, κάνω κάποιον καμπούρη («τόν σκέβρωσαν τα γηρατειά») 3. (αμτβ.) α) γίνομαι στραβός, κυρτός, στραβώνω β) (για ξύλα) γίνομαι… … Dictionary of Greek
σκευάρι' — σκευάρια , σκευάριον small vessel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)