σκευο-θήκη

σκευο-θήκη

σκευο-θήκη, , Behältniß, Magazin, Vorrathskammer, allerlei Geräth, Gepäck, Gefäße u. dgl. darin aufzubewahren, Rumpelkammer, auch Zeughaus, Aesch. frg. 260 bei Poll. 10, 10; nach B. A. 303 u. Phot. bes. zum Schiffsgeräth; vgl. Aesch. 3, 25, ἦρχον δὲ τὴν τῶν ἀποδεκτῶν καὶ νεωρίων ἀρχήν, καὶ σκευοϑήκην ᾠκοδόμουν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σιδηροθήκη — ἡ, Α 1. οπλοθήκη, οπλοστάσιο 2. πιθ. θήκη ιατρικών εργαλείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + θήκη (πρβλ. σκευο θήκη)] …   Dictionary of Greek

  • χορτοθήκη — ἡ, Α χορτοβολώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + θήκη (πρβλ. σκευο θήκη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”