- σιφώνιον
σιφώνιον, τό, eine Pflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιφώνιον, τό, eine Pflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιφώνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιφώνια — σιφώνιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AVENARUM calamis pastum hauriendi mos — apud gentes quasdam ultimi Orientis, memoratur Solino c. 30. Aliis concreta ora sunt, modicô tantum foramine calamis avenarum pastus hauriunt. Ubi potum reponit Salmasius, ex Mela: Alii labris etiam cohaerentibus, nisi quod sub naribus etiam… … Hofmann J. Lexicon universale
σιφωνολογία — και σε πάπ. σιφονολογία, ἡ, Α εκρίζωση, αφαίρεση από τον αγρό τών σιφωνίων, βολβόριζων ζιζανίων («ἐπιτελέσω τὰ κατ ἔτος γεωργικὰ ἔργα πάντα, χωματισμοὺς ποτισμοὺς... σιφωνολογίαν καὶ τἆλλα», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιφώνιον + λογία*] … Dictionary of Greek
σιφώνιο — το / σιφώνιον, ΝΑ [σίφων, ωνος] νεοελλ. 1. χημ. λεπτός γυάλινος ή πλαστικός σωλήνας βαθμονομημένος, συνήθως, σε κυβικά εκατοστόμετρα και σε υποδιαιρέσεις τους και συχνά διογκωμένος στο μέσον του, που είναι ανοιχτός και στα δύο του άκρα και… … Dictionary of Greek
χειροσίφωνον — τὸ, Μ μικρός σωλήνας με τον οποίο εκτοξευόταν το υγρό πυρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + σιφώνιον, υποκορ. τού σίφων, ωνος] … Dictionary of Greek