- σκωπτόλης
σκωπτόλης, ὁ, Spaßmacher, Possenreißer, Spötter; Ar. Vesp. 788; D. Cass. 46, 18; vgl. Lob. zu Phryn. p. 613.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκωπτόλης, ὁ, Spaßmacher, Possenreißer, Spötter; Ar. Vesp. 788; D. Cass. 46, 18; vgl. Lob. zu Phryn. p. 613.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκωπτόλης — mocker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωπτόλης — ὁ, Α αυτός που περιπαίζει, σκώπτης, χλευαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, σχηματισμένος απο το θ. σκωπτ τού ενεστ. τού ρ. σκώπτ ω* με επίθημα όλης (πρβλ. μαιν όλης: μαίνομαι)] … Dictionary of Greek
σκωπτόλαι — σκωπτόλης mocker masc nom/voc pl σκωπτόλᾱͅ , σκωπτόλης mocker masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)