- σιφαῖος
σιφαῖος ἄρτος, Luc. Lex. 6, ein seines Brot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιφαῖος ἄρτος, Luc. Lex. 6, ein seines Brot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιφαῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιφαίος — ὁ, Α (ενν. ἄρτος) πιθ. καθαρό σταρένιο ψωμί χωρίς άλλες προσμίξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αμφβλ. λ.] … Dictionary of Greek
σιφαῖοι — σιφαῖος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)