σισύμβριον

σισύμβριον

σισύμβριον, τό, = σίσυμβρον; im plur., Ar. Av. 160; Nic. frg. 2, 57.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σισύμβριον — σίσυμβρον neut nom/voc/acc sg σισύμβριον bergamot mint neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • sisimbrio — (Del lat. sisymbrium < gr. sisymbrion.) ► sustantivo masculino BOTÁNICA Jaramago, planta crucífera de hojas grandes y ásperas, flores amarillas y fruto en vainillas delgadas. * * * sisimbrio (del lat. «sisymbrĭum», del gr. «sisýmbrion») m.… …   Enciclopedia Universal

  • καρδαμίνη — (Cardamine). Φυτό της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), του οποίου πολλά είδη έχουν γεύση ανάλογη με τη γεύση του κάρδαμου. Το γνωστότερο είδος είναι η κ. η λιβαδική, που διακρίνεται για τα δύο ειδών φύλλα της: αυτά που βρίσκονται προς… …   Dictionary of Greek

  • σίσυμβρον — τὸ, Α το φυτό σισύμβριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παράγωγο τού σισυμβριον «είδος φυτού»] …   Dictionary of Greek

  • σισύμβρινος — ίνη, ον, ΜΑ παρασκευασμένος από ή με σισύμβριο, δηλαδή δυόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σισύμβριον «είδος φυτού» + κατάλ. ινος (πρβλ. πύρ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • σισύμβριο — το / σισύμβριον, ΝΜΑ νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βρασσικίδες τής τάξης καππαρώδη, με 150 περίπου είδη ποών που είναι ιθαγενείς τών ευκράτων και ψυχρών περιοχών τού βόρειου ημισφαιρίου, από τα οποία στην… …   Dictionary of Greek

  • σισυμβρίοις — σίσυμβρον neut dat pl σισύμβριον bergamot mint neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σισυμβρίου — σίσυμβρον neut gen sg σισύμβριον bergamot mint neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σισυμβρίων — σίσυμβρον neut gen pl σισύμβριον bergamot mint neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σισυμβρίῳ — σίσυμβρον neut dat sg σισύμβριον bergamot mint neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σισύμβρια — σίσυμβρον neut nom/voc/acc pl σισύμβριον bergamot mint neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”