- σισύμβρινος
σισύμβρινος, von σίσυμβρον; μύρον, Antiphan. bei Ath. XV, 689 d; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σισύμβρινος, von σίσυμβρον; μύρον, Antiphan. bei Ath. XV, 689 d; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σισύμβρινος — ίνη, ον, ΜΑ παρασκευασμένος από ή με σισύμβριο, δηλαδή δυόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σισύμβριον «είδος φυτού» + κατάλ. ινος (πρβλ. πύρ ινος)] … Dictionary of Greek
σισύμβρινον — σισύμβρινος of masc acc sg σισύμβρινος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισυμβρίνου — σισύμβρινος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισυμβρίνῳ — σισύμβρινος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)