- σισμός
σισμός, ὁ, = σῖξις, das Zischen, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σισμός, ὁ, = σῖξις, das Zischen, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σισμός — hissing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισμός — ὁ, Α [σίζω] σίξις*, συριστικός ήχος … Dictionary of Greek
σισμοί — σισμός hissing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισμέ — σισμός hissing masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισιλισμός — και σισιλιγμός, ὁ, ΜΑ [σίζω] ο σισμός* … Dictionary of Greek