- σαυνιάζω
σαυνιάζω, mit dem Wurfspieße werfen, erlegen, D. Sic. 5, 29.-
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαυνιάζω, mit dem Wurfspieße werfen, erlegen, D. Sic. 5, 29.-
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαυνιάζω — Α [σαύνιον] εξαπολύω εναντίον κάποιου ακόντιο, φονεύω κάποιον με ακόντιο … Dictionary of Greek
σαυνιάζουσι — σαυνιάζω hurl a javelin at pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σαυνιάζω hurl a javelin at pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαυνιαστής — και δωρ. τ. σαυνιαστάς, ὁ, Α [σαυνιάζω] αυτός που εξακοντίζει σαυνίο, δηλ. ακόντιο, ή, πιθανώς, αλιευτικό καμάκι … Dictionary of Greek