- σαυνάκα
σαυνάκα, kom. sinnloses Wort des Triballers bei Ar. Av. 1615.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαυνάκα, kom. sinnloses Wort des Triballers bei Ar. Av. 1615.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαυνάκα — Α (στον Αριστοφ.) λέξη χωρίς σημασία, που τήν χρησιμοποιούσαν ως παράδειγμα για την ακατανόητη γλώσσα τού Τριβαλλού, τον οποίο αναφέρει ο Αριστοφάνης … Dictionary of Greek