σμυγερός

σμυγερός

σμυγερός, adv. σμυγερῶς, poet. statt μογερός, μογερῶς; Ap. Rh. 2, 374, u. adv., 4, 380, u. Sp., Hom. kennt nur das zusammengesetzte adv. ἐπισμυγερῶς, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σμυγερός — ή, όν, Α (ποιητ. τ. τού μογερός) αυτός που γίνεται με κόπο, κουραστικός, κοπιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για εκφραστικό επίθ. που έχει προέλθει με συμφυρμό τών επιθ. μογερός και στυγερός. Παρλλ. προς τον τ. σμυγερός… …   Dictionary of Greek

  • σμυγερώτερον — σμυγερός with pain adverbial comp σμυγερός with pain masc acc comp sg σμυγερός with pain neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμυγερόν — σμυγερός with pain masc acc sg σμυγερός with pain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμυγεροῖο — σμυγερός with pain masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμυγερή — σμυγερός with pain fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμυγερῶς — σμυγερός with pain adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμυγερώτατοι — σμυγερός with pain masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισμυγερός — ἐπισμυγερός, ά, όν (Α) οικτρός, ελεεινός (α. «πάρ’ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή καὶ αἰνή», Ησίοδ. β. «ἐπιομυγερή αἶσα», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σμυγερός «οδυνηρός, λυπηρός»] …   Dictionary of Greek

  • σμογερόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σμυγερός] …   Dictionary of Greek

  • σμυγεράν — σμυγερά̱ν , σμυγερός with pain fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”